- αχταρμάς
- οβλ. ακταρμάς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αχταρμάς — ο (λ. τουρκ.), μεταβίβαση προσώπων ή μεταφόρτωση πραγμάτων από ένα μεταφορικό μέσο σε άλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακταρμάς — ή αχταρμάς, ο (λ. τουρκ. aktarma = αλλάζω την κατεύθυνση κάποιου, μεταβιβάζω) κοινός εμποροναυτικός όρος που σημαίνει μετεπιβίβαση ανθρώπων ή μεταφόρτωση εμπορευμάτων από ένα πλοίο σε άλλο. Αυτό γίνεται στις περιπτώσεις που το πρώτο πλοίο… … Dictionary of Greek